στο λεξικό PONS
-
- Orphan Drug θηλ o ουδ <- [o. -s], -s> (Bezeichnung eines Medikaments zur Behandlung von Patienten mit seltenen Erkrankungen - so genannt wegen der geringen Rentabilität dieser Arzneimittel)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Orkanstärke
- Ornament
- ornamental
- Ornamentglas
- Ornat
- Orphan Drug
- Ort
- Ortbeton
- Örtchen
- orten
- Ortgang