στο λεξικό PONS
Schmier·geld·zah·lung ΟΥΣ θηλ ΠΟΛΙΤ
Zah·lungs·emp·fän·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΕΜΠΌΡ
Zah·lungs·un·fä·hi·ge(r) <-n, -n; -n -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Aus·zah·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Auszahlung (Aushändigung als Zahlung):
2. Auszahlung (Abfindung):
- Auszahlung eines Kompagnons, Miterbens
-
Ab·stands·zah·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Bar·ein·zah·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ein·mal·zah·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Vor·be·halts·zah·lung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Euro-Zahlungsauftrag ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Bruttozahlung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Anzahlung ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Anfangszahlung ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Nettoeinzahlung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.