στο λεξικό PONS
Rohr·schel·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΔ
For·scher(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Forscher (Wissenschaftler):
- Forscher(in)
-
Fahr·schein <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Haar·sche·re <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Deutscher Genossenschafts- und Raiffeisenverband ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Deutscher Rentenindex ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Deutscher Gewerkschaftsbund ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Deutscher Raiffeisenverband ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Bundesverband deutscher Banken ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.