 
  
 For·scher(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Forscher (Wissenschaftler):
-  Forscher(in)
-  
2. Forscher (Forschungsreisender):
-  Forscher(in)
-  
 
  
 -  
-  Forscher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-  
-  Forscher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
