στο λεξικό PONS
Ak·ti·en·an·teil ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Frau·en·an·teil <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Stim·men·an·teil <-(e)s, - e> ΟΥΣ αρσ
Ak·ti·en·an·lei·he ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Ak·ti·en·an·la·ge ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Ak·ti·en·an·la·ge·pla·nung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Be·schäf·tig·ten·an·teil <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
Lö·wen·an·teil <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ οικ
Ei·gen·an·teil ΟΥΣ αρσ (bei Vollkaskoversicherung)
-
- excess βρετ
-
- deductible αμερικ
Al·ten·an·teil <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Aktienanalyst(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Aktienanalyse ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Minderheitenanteil ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Aktienangebot ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Quotenanteil ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Aktienanzahl ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Gewinnanteil ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Anteile im Fremdbesitz ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.