I. entrainerNO [ɑ͂tʀene], entraînerOT ΡΉΜΑ μεταβ
1. entrainer (emporter):
2. entrainer (emmener):
3. entrainer (inciter):
5. entrainer (stimuler) éloquence, musique:
- entrainer
-
6. entrainer (exercer):
7. entrainer ΤΕΧΝΟΛ:
- entrainer (machine, bielle)
-
II. entrainerNO [ɑ͂tʀene], entraînerOT ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.