demi(e) [d(ə)mi] ΕΠΊΘ, ΕΠΊΡΡ
I. dame [dam] ΟΥΣ θηλ
1. dame:
2. dame απαρχ (épouse):
3. dame (femme de qualité):
4. dame (artiste reconnue):
5. dame πλ (jeu):
6. dame ΣΚΆΚΙ, ΤΡΆΠ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.