féminin [feminɛ͂] ΟΥΣ αρσ ΓΡΑΜΜ
- féminin
- Femininum ουδ
féminin(e) [feminɛ͂, in] ΕΠΊΘ
1. féminin:
- féminin(e) population, sexe
-
2. féminin (avec un aspect féminin):
3. féminin (de femmes):
4. féminin ΓΡΑΜΜ:
- féminin(e) article, genre, nom
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.