Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. satisfait (satisfaite) [satisfɛ, ɛt] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
satisfait → satisfaire
II. satisfait (satisfaite) [satisfɛ, ɛt] ΕΠΊΘ (contenté)
III. satisfait (satisfaite) [satisfɛ, ɛt] ΕΠΊΘ (content)
I. satisfaire [satisfɛʀ] ΡΉΜΑ μεταβ (contenter)
- satisfaire personne
-
- satisfaire électorat, client
-
- satisfaire demande, curiosité
-
- satisfaire besoin
-
- satisfaire ambition, aspiration, exigence
-
II. satisfaire à ΡΉΜΑ μεταβ
satisfaire à μεταβ έμμ αντικείμ:
rugissant [ʀyʒisɑ̃] ΕΠΊΘ αρσ
στο λεξικό PONS
florissait [flɔʀisɛ] ΡΉΜΑ
florissait imparf de fleurir
I. fleurir [flœʀiʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ
florissait [flɔʀisɛ] ΡΉΜΑ
florissait imparf de fleurir
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.