Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fourchette [fuʀʃɛt] ΟΥΣ θηλ
1. fourchette (de table):
2. fourchette (gamme):
3. fourchette ΖΩΟΛ:
4. fourchette:
5. fourchette ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ (aux échecs):
- fourchette du sternum ΑΝΑΤ
-
- fourchette vulvaire ΑΝΑΤ
-
I. manier [manje] ΡΉΜΑ μεταβ
1. manier (palper):
2. manier (utiliser):
II. se manier ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
-
- fourchette θηλ
-
- fourchette θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- four
- fourbe
- fourberie
- fourbi
- fourbir
- fourchettes
- fourchu
- fourgon
- fourgonner
- fourgonnette
- fourgon-pompe