Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. ouvrage [uvʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. ouvrage (travail):
2. ouvrage:
3. ouvrage (de couture, tricot):
III. ouvrage [uvʀaʒ]
dégivrage [deʒivʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
2. dégivrage (de réfrigérateur):
I. couvrant (couvrante) [kuvʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
I. ouvrage [uvʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
I. ouvrage [uvʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.