Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
exceptionn|el (exceptionnelle) [ɛksɛpsjɔnɛl] ΕΠΊΘ
1. exceptionnel (qui constitue une exception):
2. exceptionnel (hors du commun):
στο λεξικό PONS
exceptionnel(le) [ɛksɛpsjɔnɛl] ΕΠΊΘ
1. exceptionnel (extraordinaire):
2. exceptionnel (occasionnel):
exceptionnel(le) [ɛksɛpsjɔnɛl] ΕΠΊΘ
1. exceptionnel (extraordinaire):
2. exceptionnel (occasionnel):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'exceptionnel
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique