Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
accompagnement [akɔ̃paɲmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. accompagnement ΜΟΥΣ:
2. accompagnement ΜΑΓΕΙΡ:
3. accompagnement:
-
- caring (de for)
4. accompagnement μτφ:
5. accompagnement (soutien):
ιδιωτισμοί:
στο λεξικό PONS
accompagnement [akɔ̃paɲmɑ̃] ΟΥΣ αρσ a. ΜΟΥΣ, ΜΑΓΕΙΡ
accompagnement [ako͂paɲmɑ͂] ΟΥΣ αρσ a. ΜΟΥΣ, culin
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.