Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. attendant [βρετ əˈtɛnd(ə)nt, αμερικ əˈtɛndənt] ΟΥΣ
1. attendant:
2. attendant (for bride etc):
3. attendant (servant):
- attendant παρωχ
- domestique αρσ θηλ
II. attendant [βρετ əˈtɛnd(ə)nt, αμερικ əˈtɛndənt] ΕΠΊΘ τυπικ
1. attendant (associated):
pool attendant ΟΥΣ
- pool attendant
-
στο λεξικό PONS
I. attendant [əˈtendənt] ΟΥΣ
I. attendant [ə·ˈten·d ə nt] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.