Oxford Spanish Dictionary
I. attendant [αμερικ əˈtɛndənt, βρετ əˈtɛnd(ə)nt] ΟΥΣ
II. attendant [αμερικ əˈtɛndənt, βρετ əˈtɛnd(ə)nt] ΕΠΊΘ
1. attendant (accompanying) τυπικ:
- parenthood and its attendant responsibilities
-
- cloakroom attendant
- guardarropa αρσ θηλ
- cloakroom attendant
-
στο λεξικό PONS
I. attendant [əˈtendənt] ΟΥΣ
II. attendant [əˈtendənt] ΕΠΊΘ
- attendant
- relacionado, -a
I. attendant [ə·ˈten·dənt] ΟΥΣ
II. attendant [ə·ˈten·dənt] ΕΠΊΘ
- attendant
- relacionado, -a
gas station attendant ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.