Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
appartenance [apaʀtənɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. appartenance (gén):
2. appartenance ΜΑΘ:
στο λεξικό PONS
appartenance [apaʀtənɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. appartenance (dépendance):
2. appartenance ΜΑΘ:
- appartenance à qc
- membership of sth
appartenance [apaʀtənɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
1. appartenance (dépendance):
2. appartenance math:
- appartenance à qc
- membership of sth
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
appartenance θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- dyslexie
- dyslexique
- dysménorrhée
- dysorthographique
- dyspepsie
- d’appartenance
- e
- EAO
- eau
- eau-de-vie
- eau-forte