Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


appartenance [apaʀtənɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. appartenance (gén):
2. appartenance ΜΑΘ:
στο λεξικό PONS
appartenance [apaʀtənɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. appartenance (dépendance):
2. appartenance ΜΑΘ:
- appartenance à qc
- membership of sth
appartenance [apaʀtənɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
1. appartenance (dépendance):
2. appartenance math:
- appartenance à qc
- membership of sth
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
appartenance θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- apparenté
- apparentement
- apparenter
- apparier
- appariteur
- appartenances
- appartenir
- appas
- appât
- appâter
- appâts