Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. accidenté (accidentée) [aksidɑ̃te] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
accidenté → accidenter
II. accidenté (accidentée) [aksidɑ̃te] ΕΠΊΘ
1. accidenté:
III. accidenté (accidentée) [aksidɑ̃te] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
I. accidenté(e) [aksidɑ̃te] ΕΠΊΘ
I. accidenté(e) [aksidɑ͂te] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.