Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. élastique [elastik] ΕΠΊΘ
1. élastique ΜΌΔΑ:
- élastique dos, bretelle, taille
- elasticated βρετ
- élastique dos, bretelle, taille
- elasticized αμερικ
II. élastique [elastik] ΟΥΣ αρσ
1. élastique:
2. élastique (jeu d'enfant):
élastiqué (élastiquée) [elastike] ΕΠΊΘ ΜΌΔΑ
- élastiqué (élastiquée)
- elasticated βρετ
- élastiqué (élastiquée)
- elasticized αμερικ
στο λεξικό PONS
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- élancement
- élancer
- élargi
- élargir
- élargissement
- élastiques
- élastomère
- Elbe
- elbot
- électeur
- électif