στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. spiegare [spjeˈɡare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. spiegare (distendere):
2. spiegare (insegnare):
II. spiegarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. spiegarsi (comprendere):
2. spiegarsi (essere comprensibile):
3. spiegarsi (esprimersi):
4. spiegarsi (risolvere un conflitto):
στο λεξικό PONS
self-explanatory ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.