στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
collective ownership [kəˌlektɪvˈəʊnəʃɪp] ΟΥΣ
ownership [βρετ ˈəʊnəʃɪp, αμερικ ˈoʊnərˌʃɪp] ΟΥΣ
I. collective [βρετ kəˈlɛktɪv, αμερικ kəˈlɛktɪv] ΕΠΊΘ (all contexts)
II. collective [βρετ kəˈlɛktɪv, αμερικ kəˈlɛktɪv] ΟΥΣ
1. collective ΕΜΠΌΡ:
2. collective:
-
- collettivo αρσ
στο λεξικό PONS
I. collective [kə·ˈlek·tɪv] ΕΠΊΘ
II. collective [kə·ˈlek·tɪv] ΟΥΣ
-
- collettivo αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.