Oxford Spanish Dictionary
collective ownership ΟΥΣ U
ownership [αμερικ ˈoʊnərˌʃɪp, βρετ ˈəʊnəʃɪp] ΟΥΣ U
I. collective [αμερικ kəˈlɛktɪv, βρετ kəˈlɛktɪv] ΕΠΊΘ usu προσδιορ
1. collective (shared):
2. collective (aggregated):
3. collective ΓΛΩΣΣ:
- collective noun/suffix
-
II. collective [αμερικ kəˈlɛktɪv, βρετ kəˈlɛktɪv] ΟΥΣ
1. collective ΟΙΚΟΝ:
-
- colectivo αρσ
2. collective ΓΛΩΣΣ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.