Oxford Spanish Dictionary
negociación colectiva ΟΥΣ θηλ
- negociación colectiva
-
memoria colectiva ΟΥΣ θηλ
- memoria colectiva
-
microfinanciación colectiva ΟΥΣ θηλ
- microfinanciación colectiva
-
colectivo2 ΟΥΣ αρσ
1. colectivo τυπικ (agrupación):
2. colectivo ΓΛΩΣΣ:
4. colectivo (para un regalo):
στο λεξικό PONS
- sicosis colectiva
-
- negociación colectiva
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.