στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
collective security [αμερικ kəˈlɛktɪv səˈkjʊrədi] ΟΥΣ
I. collective [βρετ kəˈlɛktɪv, αμερικ kəˈlɛktɪv] ΕΠΊΘ (all contexts)
II. collective [βρετ kəˈlɛktɪv, αμερικ kəˈlɛktɪv] ΟΥΣ
1. collective ΕΜΠΌΡ:
2. collective:
-
- collettivo αρσ
security [βρετ sɪˈkjʊərɪti, sɪˈkjɔːrɪti, αμερικ səˈkjʊrədi] ΟΥΣ
1. security (safe state or feeling):
2. security (measures):
4. security (guarantee):
στο λεξικό PONS
I. collective [kə·ˈlek·tɪv] ΕΠΊΘ
II. collective [kə·ˈlek·tɪv] ΟΥΣ
-
- collettivo αρσ
security <-ies> [sɪ·ˈkjʊ·rə·ti] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.