Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
collective security ΟΥΣ
I. collective [βρετ kəˈlɛktɪv, αμερικ kəˈlɛktɪv] ΟΥΣ
II. collective [βρετ kəˈlɛktɪv, αμερικ kəˈlɛktɪv] ΕΠΊΘ (all contexts)
security [βρετ sɪˈkjʊərɪti, sɪˈkjɔːrɪti, αμερικ səˈkjʊrədi] ΟΥΣ
1. security (safe state or feeling):
2. security (measures):
4. security (guarantee):
στο λεξικό PONS
I. collective [kəˈlektɪv] ΕΠΊΘ
II. collective [kəˈlektɪv] ΟΥΣ
security <-ties> [sɪˈkjʊərəti, αμερικ ˈkjʊrət̬i] ΟΥΣ
4. security ενικ (payment guarantee):
5. security πλ (investments):
I. collective [kə·ˈlek·tɪv] ΕΠΊΘ
II. collective [kə·ˈlek·tɪv] ΟΥΣ
security <-ies> [sɪ·ˈkjʊr·ə·t̬i] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.