Oxford Spanish Dictionary
raído (raída) ΕΠΊΘ
- raído (raída)
-
furruqueado (furruqueada) ΕΠΊΘ Ven οικ
- desmadejado (desmadejada)
-
στο λεξικό PONS
I. viejo (-a) ΕΠΊΘ
I. viejo (-a) [ˈbje·xo, -a] ΕΠΊΘ
pasado (-a) [pa·ˈsa·do, -a] ΕΠΊΘ
1. pasado (de atrás):
2. pasado:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.