Oxford Spanish Dictionary
terror [αμερικ ˈtɛrər, βρετ ˈtɛrə] ΟΥΣ
1.1. terror U (fear):
1.2. terror U or C (frightening person, thing):
terror-stricken [αμερικ ˈtɛrər ˌstrɪkən, βρετ], terror-struck [-strʌk] ΕΠΊΘ
terror attack ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
terror-stricken [ˈterəˌstrɪkən, αμερικ -ɚˌ-] ΕΠΊΘ, terror-struck [ˈterəstrʌk, αμερικ ˈ-ɚ-] ΕΠΊΘ
terror-stricken [ˈter·ər·ˌstrɪk·ən] ΕΠΊΘ, terror-struck [ˈter·ər·strʌk] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.