Oxford Spanish Dictionary
Territorial Army ΟΥΣ (in UK)
territorial [αμερικ ˌtɛrəˈtɔriəl, βρετ ˌtɛrɪˈtɔːrɪəl] ΕΠΊΘ
1. territorial ΠΟΛΙΤ:
- territorial rights/sovereignty/dispute
-
2. territorial ΖΩΟΛ:
- territorial animal/bird
-
army <pl armies> [αμερικ ˈɑrmi, βρετ ˈɑːmi] ΟΥΣ
1. army (land force):
στο λεξικό PONS
I. territorial [ˌterɪˈtɔ:riəl, αμερικ -əˈ-] ΟΥΣ ΣΤΡΑΤ
II. territorial [ˌterɪˈtɔ:riəl, αμερικ -əˈ-] ΕΠΊΘ
I. territorial [ˌter·ə·ˈtɔr·i·əl] ΟΥΣ ΣΤΡΑΤ
II. territorial [ˌter·ə·ˈtɔr·i·əl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- terribly
- terrier
- terrific
- terrifically
- terrified
- Territorial Army
- territorial waters
- territory
- terror
- terror attack
- terrorism