Oxford Spanish Dictionary
 
 territorial [αμερικ ˌtɛrəˈtɔriəl, βρετ ˌtɛrɪˈtɔːrɪəl] ΕΠΊΘ
1. territorial ΠΟΛΙΤ:
-  territorial rights/sovereignty/dispute
 -  territorial
 
2. territorial ΖΩΟΛ:
-  territorial animal/bird
 -  
 
territorial waters ΟΥΣ ουσ πλ
Territorial Army ΟΥΣ (in UK)
-  economic/industrial/territorial expansion
 -  
 
στο λεξικό PONS
 
 I. territorial [ˌterɪˈtɔ:riəl, αμερικ -əˈ-] ΟΥΣ ΣΤΡΑΤ
-  territorial
 -  reservista αρσ
 
II. territorial [ˌterɪˈtɔ:riəl, αμερικ -əˈ-] ΕΠΊΘ
-  territorial
 -  territorial
 
-  territorial waters
 -  
 
 
 I. territorial [ˌter·ə·ˈtɔr·i·əl] ΟΥΣ ΣΤΡΑΤ
-  territorial
 -  reservista αρσ
 
II. territorial [ˌter·ə·ˈtɔr·i·əl] ΕΠΊΘ
-  territorial
 -  territorial
 
-  territorial waters
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- territorial waters