Oxford Spanish Dictionary
shalt [αμερικ ʃælt, ʃəlt, βρετ ʃalt] αρχαϊκ 2nd πρόσ ενικ pres indic shall
shall <παρελθ should> [αμερικ ʃæl, ʃəl, βρετ ʃal, ʃ(ə)l] ΡΉΜΑ βοηθ ρήμα έγκλ
1.1. shall with 1st person (in statements about the future):
1.2. shall with 1st person (making suggestions, asking for assent) The present tense is used in this type of question in Spanish:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.