Oxford Spanish Dictionary
I. personal [αμερικ ˈpərs(ə)n(ə)l, βρετ ˈpəːs(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1.1. personal (own):
1.2. personal (private):
1.3. personal (individual):
2.2. personal (physical):
computer [αμερικ kəmˈpjudər, βρετ kəmˈpjuːtə] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
personal [ˈpɜ:sənəl, αμερικ ˈpɜ:r-] ΕΠΊΘ
3. personal (private):
4. personal (offensive):
personal [ˈpɜr·sə·nəl] ΕΠΊΘ
3. personal (private):
4. personal (offensive):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.