Oxford Spanish Dictionary
neat <neater neatest> [αμερικ nit, βρετ niːt] ΕΠΊΘ
1.1. neat (tidy, orderly):
1.2. neat (trim, compact):
1.3. neat (deft):
1.4. neat (ingenious):
2. neat (good, nice) αμερικ οικ:
στο λεξικό PONS
neat [ni:t] ΕΠΊΘ
1. neat (orderly, well-ordered):
neat [nit] ΕΠΊΘ
1. neat (orderly, well-ordered):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.