Oxford Spanish Dictionary
I. attendant [αμερικ əˈtɛndənt, βρετ əˈtɛnd(ə)nt] ΟΥΣ
II. attendant [αμερικ əˈtɛndənt, βρετ əˈtɛnd(ə)nt] ΕΠΊΘ
1. attendant (accompanying) τυπικ:
flight [αμερικ flaɪt, βρετ flʌɪt] ΟΥΣ
1.1. flight U:
1.2. flight C (air journey):
2. flight C (group):
4.1. flight U (act of fleeing):
4.2. flight U ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
στο λεξικό PONS
I. attendant [əˈtendənt] ΟΥΣ
flight [flaɪt] ΟΥΣ
2. flight (group):
- flight of aircraft
- escuadrilla θηλ
3. flight (retreat):
I. attendant [ə·ˈten·dənt] ΟΥΣ
flight [flaɪt] ΟΥΣ
2. flight (group):
- flight of aircraft
- escuadrilla θηλ
3. flight (retreat):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.