Oxford Spanish Dictionary
 
  
 I. evil [αμερικ ˈivəl, βρετ ˈiːv(ə)l, ˈiːvɪl] ΕΠΊΘ
1. evil (wicked):
II. evil [αμερικ ˈivəl, βρετ ˈiːv(ə)l, ˈiːvɪl] ΟΥΣ
evil-mindedness [αμερικ ˌivəlˈmaɪndədnəs, βρετ ˌiːv(ə)lˈmʌɪndɪdnəs] ΟΥΣ U
στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 