Oxford Spanish Dictionary
delicate [αμερικ ˈdɛlɪkət, βρετ ˈdɛlɪkət] ΕΠΊΘ
1.1. delicate (fine, intricate):
1.2. delicate (fragile, needing care):
στο λεξικό PONS
delicate [ˈdelɪkət] ΕΠΊΘ
delicate [ˈdel·ɪ·kət] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.