Oxford Spanish Dictionary
I. English [αμερικ ˈɪŋ(ɡ)lɪʃ, βρετ ˈɪŋɡlɪʃ] ΕΠΊΘ
II. English [αμερικ ˈɪŋ(ɡ)lɪʃ, βρετ ˈɪŋɡlɪʃ] ΟΥΣ
I. plain <plainer plainest> [αμερικ pleɪn, βρετ pleɪn] ΕΠΊΘ
1. plain (unadorned):
2. plain (clear):
3. plain (blunt, straightforward):
4. plain (not good-looking):
II. plain [αμερικ pleɪn, βρετ pleɪn] ΕΠΊΡΡ
I. American [αμερικ əˈmɛrəkən, βρετ əˈmɛrɪk(ə)n] The American Dream ΕΠΊΘ
1. American (of USA):
II. American [αμερικ əˈmɛrəkən, βρετ əˈmɛrɪk(ə)n] The American Dream ΟΥΣ
1. American C (from USA):
στο λεξικό PONS
I. English [ˈɪŋglɪʃ] ΟΥΣ αμετάβλ
I. American [əˈmerɪkən] ΟΥΣ
I. English [ˈɪŋ·glɪʃ] ΟΥΣ αμετάβλ
I. American [ə·ˈmer·ɪ·kən] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.