Oxford Spanish Dictionary
liso (lisa) ΕΠΊΘ
1.1. liso piel/superficie:
- liso (lisa)
-
1.2. liso pelo:
- liso (lisa)
-
2. liso (sin dibujos):
llanamente ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.