Oxford Spanish Dictionary
bald <balder baldest> [αμερικ bɔld, βρετ bɔːld] ΕΠΊΘ
1.1. bald:
1.2. bald (worn):
I. bald-headed [ˈbɔːldˌhedəd, ˌbɔːldˈhedɪd] ΕΠΊΘ
II. bald-headed [ˈbɔːldˌhedəd, ˌbɔːldˈhedɪd] ΕΠΊΡΡ οικ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.