στο λεξικό PONS
ˈwhite-col·lar ΕΠΊΘ
white col·lar ˈcrime ΟΥΣ no pl ΕΜΠΌΡ, ΝΟΜ
in·vis·ibil·ity [ɪnˌvɪzəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
1. invisibility (to the eye):
2. invisibility (hiddenness):
3. invisibility (inconspicuousness):
4. invisibility ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (intangibility):
- invisibility of a transaction
-
Wirt·schafts·kri·mi·na·li·tät <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ ΝΟΜ
An·ge·stell·ten·ver·si·che·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
An·ge·stell·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
An·ge·stell·ten·ge·werk·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Büroangestellte(r) ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.