στο λεξικό PONS
sovereign debt ΟΥΣ
I. sov·er·eign [ˈsɒvərɪn, αμερικ ˈsɑ:vrən] ΟΥΣ
II. sov·er·eign [ˈsɒvərɪn, αμερικ ˈsɑ:vrən] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. sovereign (chief):
2. sovereign (thorough):
4. sovereign (good):
debt [det] ΟΥΣ
2. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. debt no pl (state of owing):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.