στο λεξικό PONS
I. swol·len [ˈswəʊlən, αμερικ ˈswoʊ-] ΡΉΜΑ
swollen μετ παρακειμ: swell
II. swol·len [ˈswəʊlən, αμερικ ˈswoʊ-] ΕΠΊΘ
1. swollen (puffy):
2. swollen (larger than usual):
swol·len ˈhead ΟΥΣ μειωτ οικ
mol·ten [ˈməʊltən, αμερικ ˈmoʊ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
roll-top ˈbath ΟΥΣ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
molten [ˈməʊltn] ΕΠΊΘ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
swollen leaf stalk (petiole)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.