στο λεξικό PONS
I. plas·tisch [ˈplastɪʃ] ΕΠΊΘ
II. plas·tisch [ˈplastɪʃ] ΕΠΊΡΡ
1. plastisch (räumlich):
- plastisch
-
- plastisch hervortreten/wirken
-
2. plastisch (anschaulich):
- plastisch
-
- sculptural works of art
- plastisch
- sculptural facial features, form, feel
- plastisch
-
- plastisch
-
- plastisch geformt
-
- plastisch
-
- plastisch
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.