I. plastisch [ˈplastɪʃ] ΕΠΊΘ
1. plastisch (formbar):
- plastisch Material
-
3. plastisch (anschaulich):
- plastisch Eindruck, Schilderung
-
4. plastisch ΙΑΤΡ:
- plastisch Chirurgie
-
II. plastisch [ˈplastɪʃ] ΕΠΊΡΡ
2. plastisch (anschaulich):
- plastisch schildern, sich vorstellen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.