στο λεξικό PONS
dis·pos·al [dɪˈspəʊzəl, αμερικ -ˈspoʊ-] ΟΥΣ
I. par·tial [ˈpɑ:ʃəl, αμερικ ˈpɑ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. partial (incomplete):
2. partial (biased):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
partial disposal ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
disposal ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abgang αρσ
disposal ΟΥΣ handel
-
- Veräußerung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.