στο λεξικό PONS
paid-ˈin ΕΠΊΘ αμετάβλ αμερικ (paid-up)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capital paid in ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.