στο λεξικό PONS
in·jec·tion [ɪnˈʤekʃən] ΟΥΣ
1. injection ΙΑΤΡ:
2. injection (addition):
3. injection ΤΕΧΝΟΛ:
in·ˈjec·tion mould·ing, αμερικ in·ˈjec·tion mold·ing ΟΥΣ no pl
li·ˈquid·ity in·jec·tion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
cash in·ˈjec·tion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
col·lagen in·ˈjec·tion ΟΥΣ
ˈfuel in·jec·tion ΟΥΣ no pl
fuel-in·jec·tion ˈen·gine ΟΥΣ
cash injection ΟΥΣ
-
- Kapitalspritze θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
liquidity injection ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.