στο λεξικό PONS
situa·tion [ˌsɪtjuˈeɪʃən, αμερικ -tʃuˈ-] ΟΥΣ
1. situation (circumstances):
earn·ings [ˈɜ:nɪŋz, αμερικ ˈɜ:r-] ΟΥΣ πλ
1. earnings (salary, wages):
2. earnings (income from interest, dividends):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
earnings situation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.