στο λεξικό PONS
con·fi·den·tial com·mu·ni·ˈca·tion ΟΥΣ ΝΟΜ
con·fiden·tial [ˌkɒnfɪˈden(t)ʃəl, αμερικ ˌkɑ:nfəˈ-] ΕΠΊΘ
com·mu·ni·ca·tion [kəˌmju:nɪˈkeɪʃən] ΟΥΣ no pl
1. communication (being in touch):
2. communication (passing on):
3. communication τυπικ (thing communicated):
4. communication ΙΑΤΡ:
5. communication (connection):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- confide in
- confidence
- confidence game
- confidence interval
- confidence level
- confidential communication
- confidentiality
- confidentiality agreement
- confidentially
- confidently
- confiding