στο λεξικό PONS
I. bust1 [bʌst] ΟΥΣ
2. bust:
I. bust2 [bʌst] ΟΥΣ
1. bust:
-
- Pleite θηλ
2. bust αργκ:
-
- Drogenrazzia θηλ
II. bust2 [bʌst] ΕΠΊΘ κατηγορ, αμετάβλ οικ
III. bust2 <busted [or bust], busted [or bust]> [bʌst] ΡΉΜΑ μεταβ
3. bust αμερικ αργκ (arrest):
ιδιωτισμοί:
I. con·vert·ible [kənˈvɜ:tɪbl̩, αμερικ -ˈvɜ:rt̬əbl̩] ΟΥΣ
II. con·vert·ible [kənˈvɜ:tɪbl̩, αμερικ -ˈvɜ:rt̬əbl̩] ΕΠΊΘ
1. convertible (changeable):
2. convertible ΧΡΗΜΑΤΟΠ (exchangeable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
busted convertible ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
convertible ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
| I | bust |
|---|---|
| you | bust |
| he/she/it | busts |
| we | bust |
| you | bust |
| they | bust |
| I | busted / bust |
|---|---|
| you | busted / bust |
| he/she/it | busted / bust |
| we | busted / bust |
| you | busted / bust |
| they | busted / bust |
| I | have | busted / bust |
|---|---|---|
| you | have | busted / bust |
| he/she/it | has | busted / bust |
| we | have | busted / bust |
| you | have | busted / bust |
| they | have | busted / bust |
| I | had | busted / bust |
|---|---|---|
| you | had | busted / bust |
| he/she/it | had | busted / bust |
| we | had | busted / bust |
| you | had | busted / bust |
| they | had | busted / bust |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- busses
- bus shelter
- bus sluice
- bus station
- bus stop
- busted convertible
- buster
- bus terminal
- bus terminus
- bustier
- bustiness