στο λεξικό PONS
ac·ˈces·sory min·er·al ΟΥΣ ΓΕΩΛ
ac·ces·so·ry [əkˈsesəri] ΟΥΣ
1. accessory usu pl ΜΌΔΑ:
4. accessory (criminal):
I. min·er·al [ˈmɪnərəl] ΟΥΣ
II. min·er·al [ˈmɪnərəl] ΟΥΣ modifier
accessory ΟΥΣ
-
- Zubehörteile ουδ πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
accessory ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.